- επικαλυπτήριος
- ος , ον , επικαλυπτικός, ή , όν1) обивочный, обшивочный; облицовочный; 2) покрывающий; прикрывающий (сверху)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικαλυπτήριος — α, ο (Α ἐπικαλυπτήριος, ον [επικαλύπτω] αυτός που χρησιμεύει για επικάλυψη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικαλυπτήριον επικάλυμμα, σκέπασμα … Dictionary of Greek
επικαλυπτικός — ή, ό [επικάλυψη] επικαλυπτήριος … Dictionary of Greek